Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗ ΜΕ ΤΗΝ
Νέλλη Κυριαζή Διευθύντρια της Πινακοθήκης και των Μουσείων του Δήμου Αθηναίων


ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ: Οι πολιτιστικοί θεσμοί μας, εκπροσωπούνται κάποιες φορές από επιμελητές που μιλούν με σιγουριά στο όνομα της ιστορίας. Παρακολουθούμε τις προτάσεις τους να καταρρέουν με έκδηλη την άγνοια μουσειολογικής παρουσίασης σε αποτυχημένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, σε franchise πρότυπα και σε υποκειμενικότητες. Δυστυχώς αυτές οι εκθέσεις, παραμένουν ως διαχρονικό σημείο αναφοράς, αν και ουσιαστικά είναι λίστες ονομάτων, συνήθως προϊόν διαπραγματεύσεων και άνευ θέσεως και απόψεως.
Απέναντι σε όλα αυτά, η Συλλογή του Γιώργου Οικονόμου στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, Κτήριο Μεταξουργείου.

.




Νέλλη Κυριαζή Υποκειμενικότητα δεν μπορεί παρά να υπάρχει.
Αυτό είναι το μαγικό συστατικό της τέχνης, είτε είσαι ο επιμελητής μιας έκθεσης, είτε ανήκεις στο κοινό υποδοχής.
Ωστόσο, η παρουσίαση των καλλιτεχνών βασίζεται σε πολύ ευαίσθητες ισορροπίες και κυρίως στην ατελεύτητη ανάγκη της επικοινωνίας.
Κατά συνέπεια γνωρίζεις ότι δεν απευθύνεσαι αποκλειστικά σε γνώστες – αυτό θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον – αλλά και σε όσους αγαπούν την τέχνη, λειτουργώντας περισσότερο με το αισθητήριό τους και απαιτούν να μη φεύγουν παγερά αδιάφοροι από τον χώρο. Έχοντας αυτή την αφετηρία, οι εγωκεντρικές καινοτομίες εγκαταλείπονται.
Οι εκθέσεις οφείλουν να είναι «αναγνώσιμες», ελκυστικές, να κερδίζουν τον αμύητο, ώστε να αισθάνεται ευπρόσδεκτος και ότι η Τέχνη τον αφορά. Παράλληλα να εκφράζουν, αλλά όχι να επιβάλλουν αφομοιωμένες προσωπικές απόψεις του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο κοινό και τον καλλιτέχνη. Το πρόβλημα παρουσιάζεται, όταν ο επιμελητής υπερβαίνει τον ρόλο του.
Η Συλλογή του Γιώργου Oικονόμου είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές της Πινακοθήκης. Περιλαμβάνει μυθικά ονόματα της τέχνης του 20ού αι. – ενδεικτικά οι Corinth, Signac, Denis, Schiele,Nolde, Pechstein, Kubin, Rouault, Picasso, Braque, Le Corbusier, Moore, Fontana, Lissitzky, Schlemmer, Duchamp, Grosz, Mirό, Delvaux, Leger, Magritte, Pascin, Brassai, Utrillo, Fautrier, Hartung, Riopelle, Warhol, Dine, Hockney, Riley, Richter, Baselitz, Kiefer, Polke, Rauch.
Η εύκολη λύση θα ήταν να συμπαρουσιασθούν μόνο αυτοί οι καλλιτέχνες σε μια εκθεσιακή ηχηρή υπερπαραγωγή. Όμως το κύριο μέλημά μου ήταν να παρακολουθήσει ο επισκέπτης την κοσμογονία της Μοντέρνας Τέχνης.
Γι’ αυτό η Συλλογή οργανώθηκε σε ιστορικά κινήματα με τους εκπροσώπους τους, μεταξύ των οποίων και λιγότερο γνωστοί ή ολότελα άγνωστοι δημιουργοί π.χ. οι Ζorn, Kadar , Cucuel, Slevinski, Purrmann, Chapoval, Kagan, Suetin, Crabtree, Naranho, Bailly, Recalcati.
Αυτό, θεωρώ, έδωσε ένα ιδιαίτερο βάρος στην έκθεση και προσδιόρισε το πλαίσιο διοργάνωσής της, ακριβώς επειδή δεν με αποθάρρυνε η υποψία του «διδακτισμού».
Η δεύτερη ενότητα της έκθεσης - 6 Μαΐου έως 2 Οκτωβρίου - παρουσιάζει κινήματα και καλλιτεχνικές ομάδες από τον Σουρεαλισμό έως τους Νεοάγριους της δεκαετίας του ’80.
Παράλληλα θα γίνουν ομιλίες και συζητήσεις με θεματικά εναύσματα το κτήριο του Μεταξουργείου, τους καλλιτέχνες της Συλλογής, αλλά και τις νέες τάσεις στον ψηφιακό πολιτισμό.



ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ: Την ύπαρξη του μουσείου θεσμού, την οφείλουμε σε καλλιτέχνες και θεωρητικούς, που ώθησαν προς τη συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτής. Δυστυχία είναι, το μουσείο να αποχτά στο τέλος, την φυσιογνωμία, τού εκάστοτε διορισμένου διευθυντή που μεταγγίζει ιδιωτικές πρωτοβουλίες, προσωπικές θέσεις. Χειραγωγείται ή περιστέλλεται έτσι η τέχνη και ο θεσμός λειτουργεί επικίνδυνα, διότι συνομιλεί με την αγωνία των νέων που αποζητώντας την επιτυχία, λειτουργούν μιμητικά σε πρότυπα επιβαλλόμενα χωρίς περιθώριο για σκέψη, αποκόπτονται από το νόημα της τέχνης, από το αισθητήριο του καλλιτέχνη.
Πόσοι Φρόιντ, Κρεμονίνι, Κουνς, Βαϊόλα, Καμπακόφ, Αταμάν, Καπούρ,
Κίπενμπεργκερ, πόσες αντανακλάσεις - πόσα καλλιτεχνικά έκτροπα... πόσοι αγνοούν έως και σήμερα τους Σαραφιανό, Μάρθα, Βλαχόπουλο, Μορέ, Κώστα Ανδρέου... με την παρουσιαζόμενη Συλλογή Κουτουλάκη στο μουσείο Μπενάκη μόλις έμαθαν (;!) τον Στέρη…πόσοι νέοι θεματοφύλακες του πολιτισμού μας τους αγνοούν, αλλά αυτό δεν τους απαγορεύει να οραματίζονται τα βήματα του Μασιμιλιάνο Τζιόνι, επιμελητή του New Museum της Νέας Υόρκης και να μιλούν επί ώρες για τον Ντάμιεν Χιρστ.
Είτε ως έφορος από το 1977, είτε ως διευθύντρια από το 2000, κάνετε συστηματική δουλειά για την ανάπτυξη της Πινακοθήκης. Επανεξετάσθηκε το έργο των Σαραφιανού, Μάρθα, Βλαχόπουλου, Μορέ, Κώστα Ανδρέου και όχι μόνο...





Νέλλη Κυριαζή Η μελέτη και η καταγραφή της νεότερης ελληνικής τέχνης είναι κύριο καθήκον μιας δημόσιας Πινακοθήκης. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται με την ανακύκλωση ήδη καταξιωμένων καλλιτεχνών.
Εκτός από την αντικειμενική αναγκαιότητα να συμπληρωθεί το puzzle της εγχώριας τέχνης με το έργο λιγότερο γνωστών εικαστικών, είναι, κατά την άποψή μου, και μια μικρή απονομή δικαιοσύνης σε καλλιτέχνες που, ενώ κατέθεσαν αξιόμαχο έργο, έμειναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Οι προτεραιότητες αυτές της Πινακοθήκης ανέλαβαν προφανώς και τα ρίσκα ενός δονκιχωτικού συνδρόμου μακριά από τον θόρυβο της υπερπροβολής και τη μόδα. Αυτό τελικά είναι ανακουφιστικό, αφού αποτρέπει τον κορεσμό και την φθορά.
Τα επιτεύγματα της Δημοτικής Πινακοθήκης είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης πορείας.
Η «ευάλωτη» περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου αρχικά και τώρα του Μεταξουργείου, η όχι όλα αυτά τα χρόνια συστηματική υποστήριξη, η εν μέρει αποσιώπηση ή και απαξίωση του έργου της, είναι σαφέστατα, ζητήματα σοβαρά που πιθανόν αντιμετωπίζονται και ως προκλήσεις, αν διαθέτει κανείς ανορθολογικό πείσμα ή ακαταπόνητη αγάπη για τη δουλειά του.
Εκτός από τους καλλιτέχνες, που σωστά αναφέρατε, έγιναν αναδρομικά αφιερώματα και για τους Δαγκλή, Θεοδωρόπουλο, την Κινδύνη, το άγνωστο ζωγραφικό εγχείρημα του ποιητή Νίκου Καρούζου, για σύγχρονους εικαστικούς - Β.Κυριάκη, Κ.Λανίτης, Α.Αλιέας – όσο και για τη συμβολή του Εργαστηρίου Χαρακτικής Pandolfini-Σιατερλή σ’ αυτήν την τέχνη.


ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ: Ο πόθος, του να είναι στη θέση του Ακίλε Μπονίτο Ολίβα, κυριάρχησε στους έλληνες επιμελητές την δεκαετία του 80, σπεύδοντας οι ίδιοι να υπηρετήσουν τις επόμενες δεκαετίες, τα οράματα του αμερικανού επιμελητή και έμπορου τέχνης Τζέφρι Ντάιτς.
Οι πληροφορίες, μας ευνούχισαν σε διαδικασίες ημίφωτος... Arte Povera Transavanguardia, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ… δεν αγνοώ
τους της σχολής Μονάχου και τους μαθητές του Κρεμονίνι στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90.
1999-Προσεγγίσεις Ελληνικότητας. Γενιές του 80 και του 90, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων… σε επιμέλεια σας η έκθεση...



Νέλλη Κυριαζή Το σκεπτικό της συγκεκριμένης ομαδικής έκθεσης δεν ξεκίνησε από μία ελληνοκεντρική ομφαλοσκόπηση. Στην εκπνοή του 20ού αι. κέντρισε το ενδιαφέρον μου η παρουσία σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών που αντιπαραθέτουν στην ομοιογένεια και την αδήριτη ανάγκη, πλέον, της παγκοσμιότητας ψήγματα από ιδιαίτερες πολιτισμικές καταβολές, μνήμες και εικόνες, γόνιμα επεξεργασμένες, ώστε το ιδιωτικό να αποβαίνει συλλογικό, χωρίς να εξουδετερώνεται υπό το βάρος μιας χιμαιρικής ουτοπίας.
«Οι Προσεγγίσεις Ελληνικότητας» ταξίδεψαν μετά από πρόσκληση στη Σουηδία και το Λουξεμβούργο, κερδίζοντας πολύ ευνοϊκές κριτικές.
Σχετικά τώρα με το σχόλιό σας, θεωρώ ότι οι καιροί δεν προσφέρονται ούτε καν για υποκατάστατα των Restany και Oliva, οι οποίοι συσπείρωσαν τις ύστατες εκφάνσεις της μοντερνικότητας ή έστω της μετά μοντερνικότητας.
Η σύγχρονη τέχνη απαιτεί καλοπροαίρετη αποστασιοποίηση και ερευνητική ματιά. Η προσέγγισή της δεν επιτρέπεται να την απομονώνει από το δυσοίωνο κλίμα της αμηχανίας και της αβεβαιότητας που κυριαρχεί. Από αυτό το πλέγμα δεν είναι δυνατόν να μην επηρεασθούν καλλιτέχνες και θεωρητικοί.
Το 1999 σε επίσκεψή μου στο Kiasma, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ελσίνκι, διαπίστωσα ότι οι εξαιρετικοί χώροι των μονίμων συλλογών του φιλοξενούσαν σχεδόν αποκλειστικά έργα των Donald Judd, Carl Andre, Richard Long, Dan Flavin , Markus Luepertz.
Πάντως ούτε έναν Φιλανδό, σύγχρονο καλλιτέχνη. Αυτό βέβαια δεν το αναφέρω για αντίστοιχες ελληνικές αφέσεις αμαρτιών.
Το ζήτημά μας, δεν είναι, κατά την άποψή μου, να δαιμονοποιηθεί η σύμπλευση Ελλήνων συναδέλφων μου με εισαγόμενα πρότυπα επιμελητών.
Με απωθεί ο ρόλος του τιμητή.
Εξακολουθεί να παραμένει ως αίτημα η γενναιόδωρη υποστήριξη του κράτους και των θεσμών του προς σημαντικούς Έλληνες εικαστικούς. Και δεν εννοώ με αυτό μονοσήμαντα οικονομική υποστήριξη, αλλά την ολοκληρωτική διαφοροποίηση μιας θεώρησης που εγκλωβίζει το πολιτισμικό παράγωγο στο περιθώριο.
Οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες καλοδεχούμενες και ευεργετικές, αλλά δεν αρκούν για να διαμορφώσουν την αλλαγή πορείας.